-
1 сметать
сметать 1ρ.δ.βλ. смести.σκουπίζομαι, σαρώνομαι.сметать 2ρ.σ.μ.βλ. метать 2.εκφρ.сметать на живую нишку – α) ράβω πρόχειρα, β) μτφ. κάνω, φτιάχνω, οργανώνω κάτι πρόχειρα.сметать 3смечу, смечешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сметанный, βρ: -тан, -а, -оρ.σ.μ.1. θημωνιάζω.2. (απλ.) ρίχνω, πετώ.